δακτυλίτιδα

δακτυλίτιδα
[-ίτις (-ιδος)] η фарм, наперстянка, дигиталис

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δακτυλίτιδα" в других словарях:

  • δακτυλίτιδα — η είδος φυτού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο σε καρδιακές παθήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • χελιδονοχόρταρο — και χελιδονόχορτο, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού δακτυλίτιδα …   Dictionary of Greek

  • αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… …   Dictionary of Greek

  • καρδιογλυκωσίδες — Φάρμακο που παράγεται από τα φύλλα του σαραφάνθου. Χορηγείται για την αντιμετώπιση διαταραχών της καρδιακής συχνότητας ή του ρυθμού, για την καρδιακή ανεπάρκεια –σε συνδυασμό με διουρητικά– και για τις περιπτώσεις αδυναμίας του καρδιακού μυός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»